σμπάρο

σμπάρο
το, και σμπάρος, ο, Ν
1. πυροβολισμός
2. βλήμα όπλου
3. φρ. «μ' έναν σμπάρο δυο τρυγόνια» — με μία ενέργεια διπλό όφελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbarro].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σμπάρο — σμπάρο, το και σμπάρος, ο (λ. ιταλ.), βλήμα κυνηγετικού όπλου: Μ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δύο — και δυο (AM δύο) 1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα 2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα… …   Dictionary of Greek

  • σμπαράρω — Ν 1. ρίχνω σμπάρο, πυροβολώ 2. σπάζω, θρυμματίζω 3. (για πυροβόλο) εκπυρσοκροτώ 4. σχίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbarrare «κλείνω, φράζω, συσφίγγω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”